- περικαίω
- ΝΑ, και περικαίγω Ν, και αττ. τ. περικάω Ακαίω κάτι ολόγυρα, καψαλίζω τσουρουφλίζωαρχ.1. μτφ. φλογίζω, εξεγείρω, εξερεθίζω2. παθ. περικαίομαια) φλέγομαι ολόγυρα, από όλα τα μέρη, καψαλίζομαι γύρω γύρωβ) φλέγομαι από αγάπη για κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.